Πέλωρ — portent masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλωρ — portent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέλωρ — ωρος, τὸ, Α (με κακή σημ.) (κυρίως για τους Κύκλωπες, τη Σκύλλα, τον Πύθωνα, τον Ήφαιστο, καθώς και για δελφίνι) κάθε έμψυχο ή άψυχο που έχει υπερφυσικό μέγεθος και γενικά όχι καλή σωματική διάπλαση, τέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέλωρ ανάγεται σε αρχαίο… … Dictionary of Greek
Πέλωρ' — Πέλωρε , Πέλωρος monstrous masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПЕЛОР — I. • Πέλωρ, см. Cadmus, Кадм. II. • Pelōris или Pelorias, Pelorus, um, Πελωρίς (Cic. Verr. 5, 3. Thuc. 4, 25), или Πελωρίας, низменный северо восточный выступ Сицилии, на северо восток от Мессаны, в Сицилийском… … Реальный словарь классических древностей
ПЕЛОР — I. • Πέλωρ, см. Cadmus, Кадм. II. • Pelōris или Pelorias, Pelorus, um, Πελωρίς (Cic. Verr. 5, 3. Thuc. 4, 25), или Πελωρίας, низменный северо восточный выступ Сицилии, на северо восток от Мессаны, в Сицилийском… … Реальный словарь классических древностей
kʷer-1 — kʷer 1 English meaning: to do Deutsche Übersetzung: “machen, gestalten” Note: perhaps originally from irgendeiner not more bestimmbaren Handwerkstätigkeit Material: O.Ind. karō ti (Imper. kuru), kr̥ṇōti “makes, vollbringt”,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
Pelor — PELOR, ŏris, Gr. Πέλωρ, ορος, einer von den fünf übrigen Sparten. Apollod. l. III. c. 4. §. 1. Sieh Sparti … Gründliches mythologisches Lexikon
ευρυπέλωρ — εὐρυπέλωρ, ὁ (Μ) αυτός που έχει ευρέα όρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + πέλωρ «ον, τέρας»] … Dictionary of Greek
πέλωρον — τὸ, Α 1. (για τη Γοργόνα, για ζώα ασυνήθιστου μεγέθους και κυρίως για μεγάλο ελάφι, για τα μαγεμένα ζώα τής Κίρκης) θηρίο, τέρας 2. φρ. («πέλωρα θεῶν» σημεία φοβερά ή περίτρανα σταλμένα από τους θεούς, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλωρ «υπερφυσικό… … Dictionary of Greek